Η καλοσύνη νίκησε


 ~Η καλοσύνη νίκησε~


 Μια φορά και έναν καιρό στο δάσος των πουλιών ζούσε ο βασιλιάς Κακίας και η οικογένειά του. 

Η όμορφη βασίλισσα Αγάπη και οι δυο τους κόρες η Λευκή και η Γκριζούλα ζούσαν στο τεράστιο ξύλινο σπίτι τους έχοντας στη δουλεψη τους πολλούς χωρικούς. 

Ο βασιλιάς ήταν αλλαζόνας και σκληρός με κακούς τρόπους σε όλους, μιλώντας τους υποτιμητικά.

Ολημερίς τον υπηρετούσαν τρέχοντας στο δάσος να μαζεύουν τροφές,βότανα και κυνήγι για το τραπέζι τους. 

Οι απαιτήσεις του βασιλιά ολοένα και μεγάλωναν, κάνοντας τους υποτακτικούς τους να υποφέρουν από τις κοπιαστικές εργασίες.

Ο χειμώνας ήταν πολύ δύσκολος στο δάσος και το κόψιμο των ξύλων ακόμη πιο σκληρό.. 

Τα δύο κορίτσια σαν αδελφές διέφεραν πολύ.

Η Λευκή πάντοτε ήταν πιο χαμογελαστή αντίθετα από την Γκριζούλα που ήταν συνεχώς θλιμμένη.

Θα ήθελε μια ζωή φυσιολογική όπως τα υπόλοιπα παιδιά του δάσους που έτρεχαν 

έπαιζαν και ήταν ευτυχισμένα. 

Κάποια ημέρα ο κυνηγός Ρωμαίος γύρισε από το δάσος χωρίς κυνήγι.

Ποιος είδε τον θυμό του βασιλιά και δεν τον φοβήθηκε.

Για τιμωρία του επιβλήθηκε να του φέρει τον μοναχογιό του στο αρχοντικό για παραγιό.

Με δάκρυα στα μάτια ο έρμος πατέρας έπεσε στα γόνατα να μην του στερήσει το παιδί του γιατί ήταν ορφανό από μάνα.

Η βασίλισσα Αγάπη συγκινήθηκε και υποσχέθηκε κρυφά στον Ρωμαίο να φροντίζουν το παιδί του σαν δικό της.

Ο Γενναίος δεν έκλαψε καθόλου για να μην πικράνει και άλλο τον πατέρα του.

Τον αποχαιρέτησε λέγοντας του στο αυτί:<πατέρα μου θα έρχομαι στο δέντρο των πουλιών και θα σε βρίσκω σαν μάθω κυνήγι>.

Οι μέρες περνούσαν και ο Γενναίος ήταν πράγματι τόσο όσο το όνομα του.

Μάθαινε γράμματα κρυφά με την βασίλισσα και πρόσεχε τα κορίτσια σαν οικογένεια του.

Αγαπούσε την Λευκή μα δεν το ειπε πουθενά.

Μια μέρα βρήκε το θάρρος και ζήτησε του βασιλιά να πάει για κυνήγι με τους άλλους κυνηγούς. 

Ο βασιλιάς σκληρός του αποκρίθηκε: 

<Θα πας μόνος σου και κοίτα μην έρθεις με άδεια χέρια>.

Ο Γενναίος έφυγε τρέχοντας και πήγε στο δέντρο που καθόταν πάντοτε με τον πατέρα του και άκουγαν τα πουλιά. 

Ο πατέρας του ήταν εκεί... κάθε μέρα όπως του είπε βουρκωμένος τον περίμενε να τον αγκαλιάσει.

<Πατέρα είμαι καλά μην ανησυχείς και στο παλάτι με προσέχουν.

Μόνο που πρέπει να γυρίσω με κυνήγι.>>

Ο πατέρας Ρωμαίος πήρε το γιο του και 'οργωσαν όλο το δάσος.

Η λεία ήταν καλή με δύο κουνέλια και ένα μικρό ελαφάκι.

Ο Γενναίος γύρισε περήφανος και ο βασιλιάς έκπληκτος του είπε μπράβο.

'Εψησαν το κρέας στο τζάκι και ο βασιλιάς αποκοιμήθηκε χορτάτος.

Μα το κακό δεν άργησε να γίνει...Μια σπίθα στο τζάκι, και ο αέρας από το μπουχαρί γύρισε την κάφτρα στο στρωσίδι.

Η φωτιά επεκτάθηκε παντού.

Ο Γενναίος πήρε γρήγορα χαμπάρι από τους καπνούς την συμφορά και έτρεξε με κίνδυνο τη ζωή του να σώσει το βασιλιά και την οικογένειά του.

Κανένας από τους χωρικούς που είδε τις φλόγες δεν έτρεξε να βοηθήσει, από τα βάσανα που είχαν περάσει στο βασιλικό σπίτι.

Ο πατέρας του Γενναίου έτρεξε...<το παιδί μου> φώναζε μέσα στις φυλλωσιές από τα δέντρα και μη βλέποντας στο σκοτάδι που πατά.

Εφτασε με κομμένη την ανάσα του και είδε την οικογένεια έξω στο κρύο χωρίς ρούχα χωρίς βίος τίποτα δεν είχε απομείνει.

 Μόνο αποκα'ιδια.

Αγκάλιασε το παιδί του και στράφηκε στο βασιλιά.

<Αρχοντα ελάτε στο σπιτικό μου.

Θα αρρωστήσουν οι κόρες σας 

μέσα στο κρύο.

Δεν είναι μαθημένες>.

Ο βασιλιάς λυπημένος κοίταξε τον Ρωμαίο.

<Εγώ σου πήρα το παιδί σου για ένα πιάτο φαΐ.

Εσύ μου δίνεις στέγη;>

<Σου δίνω ότι έχω βασιλιά μου.

Πάμε τώρα πριν να είναι αργά οι βασιλοπούλες τουρτουρίζουν.>

Στο σπιτικό του Ρωμαίου υπήρχε ζέστη και θαλπωρή.

Εδωσε κουβέρτες και στρωσίδια σε όλους.

Λίγη ώρα μετά όλοι κοιμόντουσαν, μα ο βασιλιάς έκλαιγε ζητώντας από τον Θεό να τον συγχωρέσει για την αλαζονεία και τον κακό απληστο χαρακτήρα του.

Στέρησε ένα παιδί από το πατέρα του, ενώ αυτός μπορεί να έχανε απόψε τις κόρες και τη γυναίκα του.


Σαν χάραξε η μέρα σηκώθηκε όρθιος κοίταξε στα μάτια τον Ρωμαίο και του φιλήσε το χέρι .

<Σου ζητώ συγνώμη για το κακό που σου έκανα >

Είπε θλιμμένος. 

<Σήκω αφέντη μου δεν κρατώ κακία. 

Εχω αγάπη μέσα μου.

περισσεύει για όλους>.

Οι δύο άνδρες έγιναν αχώριστοι και πήγαιναν καθημερινά για κυνήγι μαζί.

Το σπιτικό του βασιλιά κτίστηκε ξανά αυτή τη φορά χωρίς πλούτη μονάχα με αγάπη.

Οι χωριανοί τον φώναζαν βασιλιά 'Ακακο και σαν πέρασαν έξι χρόνια γλέντησαν το γάμο του Γενναίου και της Λευκής.

Η Γκριζούλα γελούσε πάλι αφού δίδασκε γράμματα σε όλα τα παιδιά του δάσους.

Η βασίλισσα Αγάπη ήταν ξανά ευτυχισμένη. Τα πουλιά τραγουδούσαν κάθε μέρα σκορπώντας χαρά στο δάσος.

Δεν υπήρχαν πια πλούσιοι και φτωχοί.

Και όλοι έζησαν καλά και εμείς...καλύτερα..