#1 Απόσπασμα από «Το σημάδι του Ήλιου»
«Γριά τι ζητάς για να την κάμω
γυναίκα μου ;»
Τα
μάτια του Παύλου πετούσαν φλόγες.
«Αγάλι αγάλι και θα σου πω τι θέλω, μα μη
θαρρείς πως είναι εύκολο να τ΄ομολογήσω.»
«Δεν θέλω κουβέντες κυρά ! Πες μου τι θες !»
«Το χωράφι σου στο δρόμο και πάρτη για
γυναίκα σου !»
Η
Άννα έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης. Ο Παύλος με ήρεμη φωνή πια, την κοίταξε με
οίκτο.
«Γριά Καλλιόπη, αύριο θα έρθω με τον
γραμματικό. Θα σου φέρω τα χαρτιά, τα υπογράφεις και παίρνω την Άννα από δω ! Μα
στην βεγγέρα μου δεν σε θέλω !»
Η
γριά χάρηκε τόσο, μα διόλου δεν γνοιάστηκε αν θα είναι καλεσμένη στη βεγγέρα
της υπηρέτριας ! Είχε βάλει το χωράφι στο μάτι από καιρό. Η καρδιά της δεν χόρταινε παραδάκι.
Η Άννα έκλεισε τα μάτια με τη καρδιά της
να κτυπά σαν ρολόι. Ο Παύλος ακούστηκε
από μακρυά να φωνάζει:
«Αύριο Αννούλα μου θ΄ανταμώσουν οι ψυχές μας
!»
Ντράπηκε,
σαν τη φωτιά γίνηκε το πρόσωπό της. Ήταν
φοβισμένη μα και ερωτευμένη συνάμα. Έφερε
το νου της τα σημάδια στο σώμα από το λουρί του πατέρα της. Ο πόνος
καρφώθηκε μέσα της ακόμα μια φορά, σαν μαχαιριά
στη ψυχή της. Μα τώρα πια θα τα ξεχνούσε όλα. Τη δύσκολη ζωή, την ορφάνια της και
την τυραννία της κυρά Καλλιόπης.
©
Ευαγγελία Αλιβιζάτου 2022