Ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο


 «Ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο»


Γράφει η Ευαγγελία Αλιβιζάτου


   Η δική μου ιστορία δεν διαφέρει απ’ τις περιπέτειες και τις διαδρομές στη ζωή, όπως άλλων ανθρώπων. Είναι, θεωρούν, "καθημερινό φαινόμενο" να ακρωτηριάζεσαι, επειδή εργάζεσαι στο ψυγείο με τα τυριά και τα σαλάμια.    

   Ήταν που η κυρία με το καροτί μαλλί και τα νεύρα τσιτωμένα, ήθελε τις φέτες απ’ το φου@ντRё, λεπτές.

     «Σας παρακαλώ, τι φέτα είναι αυτή; Πιο λεπτή, αν γίνεται!»

     «Μάλιστα κυρία μου».

     «Ακόμα πιο λεπτή, σας παρακαλώ!»

     «Μάλιστα. Ξέρετε όμως, δεν υπάρχει δυνατότητα στο μηχάνημα κοπής για ακόμα πιο λεπτή».

     «Αυτό δεν αφορά εμένα δεσποινίς! Εγώ θέλω ότι ζήτησα. Ο πελάτης άλλωστε έχει πάντα δίκιο, το γνωρίζετε υποθέτω!»

     «Το γνωρίζω κυρία», χαμογελώ ευγενικά.

     «Τότε, κάντε ό,τι σας ζητώ».

   Τα δάκρυα απ’ τα μάτια έπεφταν πάνω στο χαρτί με τις φέτες του αλλαντικού, αλλά δεν μ’ ένοιαζε ˙ ας έτρωγε κι σας έπινε τα δάκρυά μου. 

   Η φωνή πίσω μου δεν σταματούσε να επιβάλλεται στην διπλανή μου συνάδελφο.

     «Κορίτσι, εσύ! Ένα κιλό φέτα θα ήθελα, όχι πολύ αλμυρή, ούτε πολύ πικάντικη!»

     «Θέλετε μυζήθρα, δηλαδή;», ακούω να λέει η υπομονετική Ευγενία.

     «Όχι κοπέλα μου, δεν σου ζητώ μυζήθρα! Δώσε μου να δοκιμάσω από αυτήν, κι από αυτήν τη φέτα και θ’ αποφασίσω μόνη μου, γιατί εσύ...»

   Η ουρά στο ψυγείο έφτασε τουλάχιστον στα δέκα άτομα, με τα χαρτάκια αριθμημένα, δάχτυλα ανυπόμονα. Κάποια βλέμματα τα έπιασε η άκρη του ματιού μου να συμπονούν, κάποια να ενοχλούνται απ’ την αναμονή. 

   Η Ευγενία περίμενε τις δοκιμές από το στόμα της "συμπαθέστατης" κυρίας. Έχοντας τελειώσει τη δική μου ιεροτελεστία με τις λεπτομέρειες στις λεπτοκομμένες φέτες, η ανακούφιση μου ήτανε εμφανής που χαμογέλασα στον επόμενο πελάτη. Η τσιριχτή φωνή μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα.

     «Δεν τελείωσα δεσποινίς! Σας κάνει κόπο να με ρωτήσετε αν θέλω κάτι άλλο; θα διαμαρτυρηθώ στ’ αφεντικό σας! Βάλτε μου μισό κιλό τυρί τριμμένο και σύντομα! Μ’ έχετε καθυστερήσει! Ήθελα να ‘ξερα γιατί προσλαμβάνουν αγράμματες και αμόρφωτες!»

   Οι πελάτες την κοίταξαν με απέχθεια.  Συνομιλίες όπως "Δεν ντρέπεστε που σας φέρεστε έτσι;", "Είστε απαράδεκτη!", "Βασανίζετε τις υπαλλήλους!", "Δεν σας ανήκει το προσωπικό κυρία μου!" 

Τα αυτιά μου βούιζαν από θυμό και πίεση, το χέρι μου έτρεμε.

   Στην άλλη άκρη του διαδρόμου, τα μάτια της κόρης μου, που μόλις είχε σχολάσει και πέρασε να της δώσω το κλειδί του σπιτιού, κοιτούσαν τρομαγμένα. Ντράπηκα… Ναι, εγώ, η αμόρφωτη, η απόφοιτη Λυκείου, με πτυχίο διερμηνέα, να τσακώνεται ο κόσμος για μένα! Για την όποια "εμένα", που η κοινωνία δεν μπορεί να πιστέψει ότι έχει δικαίωμα στην εργασία, την τίμια εργασία! Αυτή που έχουμε όλοι, οι μορφωμένοι και οι αγράμματοι, οι γνωστικοί και οι φτωχοί.

   Η κόρη μου έκλαιγε. Ήρθε με αργά βήματα και τότε κοιτώντας την κυρία στα μάτια, ύψωσε το χέρι της. Το χαστούκι που της άστραψε ήταν το τελευταίο που θυμάμαι, μαζί με τη φράση:

     «Τη μαμά μου δεν θα την ξαναπροσβάλετε ποτέ! Τ’ ακούτε; Και καμία μάνα του κόσμου! Η μαμά μου έχει καρκίνο, δουλεύει για να με μεγαλώσει! Καταλάβατε;» 

Δεύτερο χαστούκι.

   

   Το μόνο που θυμάμαι όταν ξύπνησα, ήταν τα τελευταία λόγια της κόρης μου, τον παραλογισμό στο μάρκετ και τον διευθυντή μου να με παίρνει στα χέρια. Το χέρι μου... τα δάχτυλα του χεριού μου… Απ’ τον καρπό και κάτω το χέρι μου που είναι; Δάκρυα αυλάκωναν το μέτωπο μου. Δίπλα μου η δεκατετράχρονη κόρη μου κι ο διευθυντής μου.

«Ξύπνησες καλή μου...», με καλημέρισε με συμπάθεια ο κύριος Γρηγόρης.

Ήταν απ’ τους πιο συμπαθητικούς εργοδότες, μέσα στα πλαίσια που όριζε βέβαια, το εργατικό δίκαιο. Μου εξήγησε ότι, πριν λιποθυμήσω, άφησα το χέρι μου στη μηχανή και μου έκοψε τις αρτηρίες όλες. Με μάτια βουρκωμένα, υποσχέθηκε ότι θα κάνει, τόσο ίδιος, όσο και διεύθυνση του μάρκετ, καθετί δυνατόν, ώστε ν’ αποκατασταθεί τεχνητά το κάτω μέρος του χεριού μου και συγχρόνως, θα εργαζόμουν έως την συνταξιοδότησή μου στο γραφείο προσωπικού, αν φυσικά επιβίωνα απ’ τον καρκίνο του μαστού. 

  

   Το τραγελαφικό της περιπέτειας ήταν ότι η "καλή κυρία" έκανε μήνυση στην κόρη μου, σ’ εμένα και στο μάρκετ, γι’ ανάρμοστη συμπεριφορά. Στο δικαστήριο παρευρέθηκαν όλοι συνάδελφοι μου, ο εργοδότης μου, το παιδί μου και απ' έξω με πανό, πλήθος εργαζομένων από δεκάδες μάρκετ.    

   Χρειάστηκε να χάσω το χέρι μου ώστε ν’ αντιληφθεί ο κόσμος ότι το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων ή των αλυσίδων καταστημάτων δεν είναι σκλάβοι. 

   Χρειάστηκε να δώσω αγώνα για να ζήσω. 

   Χρειάστηκε να φτάσω στον θάνατο. 

   Χρειάστηκε να γίνετε όλοι καλύτεροι άνθρωποι.

   Χρειάζεται να πιστέψετε ότι εργαζόμαστε από ανάγκη κι όχι από χόμπι.

   Χρειάζεται να πιστέψετε ότι έχουμε τα ίδια δικαιώματα.

Χρειάζεται να ουρλιάξω και να πω, πως:

   Όχι, ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο.

   Ο πελάτης επιβάλλεται να έχει φιλότιμο.

   Ο πελάτης χρειάζεται να έχει υπομονή. 

   Ο πελάτης έχει υποχρέωση να είναι ευγενικός.

   Ο πελάτης είναι άνθρωπος, όπως κι εγώ. _