"Η Μαρουσώ" - Διήγημα ( από την Συλλογή Διηγημάτων "Περγαμόντο για δύο" )

« Η Μαρουσώ »


Η κατσίκα βέλαζε μέσα στ’ αυτιά της. Δε μπορούσε να κοιμηθεί μα ούτε και να μείνει ξύπνια. Αν κοιμόταν, θα ξυπνούσαν εφιάλτες. Αν έμενε ξύπνια, θα την τραβούσαν τα γουρούνια τα μπάσταρδα, ξανά στους στάβλους και στο μαντρί. Η  μυρωδιά απ’ τις καβαλίνες και τα κόπρανα των ζώων δεν έλεγε να φύγει απ’ τη μύτη της. 

   Οσμές που δεν ξέχασε, όσα χρόνια και να πέρασαν. Όχι, δεν ήταν αυτό το τόσο ενοχλητικό, αλλά τα σημάδια του βούρδουλα από το χέρι του παλιόγερου, κάθε πως σήκωνε το κεφάλι της παραπάνω, ώστε να μη σκύψει πιο πολύ μέσα στις βρωμιές. Τιναζόταν σαν βέλος στην πλάτη της, με τη λεπτή βέργα από δέρμα, δεμένη με ξύλο και σκοινί χοντρό.

     «Πιο χαμηλά μωρή άχρηστη! Τα ζώα έχουν περισσότερο μυαλό από ‘σένα. Τέλειωνε, έχεις να κόψεις και χορτάρι, μετά να φτιάξεις ένα πιάτο φαΐ. Κάθεσαι συνεχώς! Η συγχωρεμένη η γυναίκα μου άχνα δεν έβγαζε...Εσύ μας βγήκες και γλωσσού και ακαμάτρα».

   Τα μάτια της δεν έβγαζαν σταγόνα δάκρυ. "Όχι παλιόγερε, δε θα μιλήσω, λέξη δε θα πω, γιατί θα κοιμηθώ εδώ, μες στα σκουπίδια, με τα γίδια και τα πρόβατα. Εγώ δουλεύω, εσύ κοιτάς, τέρας και μιλάς κι από πάνω", έπνιγε τα λόγια μέσα της.

   Ο  ύπνος, έστω και λίγο, την πήρε κι ονειρεύτηκε. Ήταν στον κήπο του πατρικού της σπιτιού. Οι γονείς της κούρευαν το γρασίδι με το δρεπάνι και χαμογελούσαν με τα αστεία του πατέρα της για τον φίλο του, τον χάρο και το δρεπάνι του. Τότε γέλασε κι εκείνη κι ας μην καταλάβαινε γρι από όσα έλεγαν ή ποιο ήταν το νόημα του αστείου. Θυμόταν μόνο ότι ανεβήκαν στο τρακτέρ να φύγουν. Δεν κατάλαβε πώς αναποδογύρισαν οι τεράστιες ρόδες του κι έπεσε, γυρνώντας στο πλάι… Βρεθήκαν πλακωμένοι από κάτω. Θυμόταν την μητέρα της να φωνάζει "Μαρουσώ, Μαρουσώ, κόρη μου!" Λιπόθυμη μάλλον η ίδια, μα τα αίματα απ’ το κεφάλι του πατέρα της τα είδε... κι έπειτα σαν να τελείωσαν όλα.

   Κανείς δεν της είπε ότι οι γονείς της έφυγαν για πάντα και έμεινε μόνη στα δεκατέσσερα. Η αδερφή της μητέρας της, η Θοδωρούλα, δεν ήθελε μπελάδες. Είχε τον μέθυσο άντρα της να νταντεύει και τα γομάρια, τους γιους της, που όλη μέρα έβλεπαν τηλεόραση κι έτρωγαν παστουρμά και πίναν τσίπουρο. 

     «Να την πάτε στο ορφανοτροφείο, ναι, στο ορφανοτροφείο. Εμείς εδώ πώς να την κρατήσουμε; Δεν είναι εύκολο».

   Ο πρόεδρος της κοινότητας δεν πίστευε στην απονιά των συγγενών της. Έκανε τα πάντα για να έχει η κοπέλα μια καλύτερη ζωή ˙ αντί για το ορφανοτροφείο την έστειλε σ’ ένα ζευγάρι φίλων του, στην Αθήνα, να ζήσει μαζί τους μέχρι να τελειώσει το σχολείο. Στο μεταξύ θα βοηθούσε την κυρία Χαριτίνη στις δουλειές του σπιτιού.    

   Η κυρία Χαριτίνη κι ο κύριος Αντώνης την αγάπησαν απ’ την πρώτη στιγμή. Αυτή, ψηλή, με ωραίο σώμα και λευκό δέρμα, τα γαλανά  της μάτια και τα ξανθά μαλλιά της πάντα περιποιημένα και ο κότσος στο κεφάλι της το ίδιο. Οι πέρλες στ’ αυτιά της έλαμπαν. Από καλοσύνη ποτέ δεν την άφησε να σηκώσει ούτε το πιάτο της. "Η μόρφωση είναι το καλύτερο δώρο", έλεγε ο κυρ Αντώνης, με το μπλε κουστούμι του. Συνταξιούχος διευθυντής της τράπεζας δεν έπαψε να την έχει στα πούπουλα. Καθαρός και με το μαντήλι πάντα στο πέτο του, της έλεγε: "Μικρή μου πέρδικα, μάθε όσα μπορείς, γιατί θα βγεις στη ζωή και θα πρέπει να σταθείς στα πόδια σου. Ότι θελήσεις να σπουδάσεις, εμείς θα σου το προσφέρουμε". Υπέφερε με την απώλεια των γονιών της, αλλά αυτοί οι άνθρωποι άξιζαν τα πάντα. "Και όταν φύγω να σπουδάσω, εγώ σ‘ εσάς πάλι θα επιστρέψω. Δεν θα σας ξεχάσω ποτέ", είχε απαντήσει κι όμως αυτοί, αυτό θα νόμιζαν τώρα, πως τους είχε ξεχάσει! "Άραγε θα είναι καλά;". Αναρωτιόταν τι να έκαναν. Σίγουρα, θα πίστευαν ότι αφού την ανάθρεψαν, τους παράτησε στην τύχη τους.

 

   Η φοιτητική ζωή στην Ξάνθη δεν ήταν εύκολη. Η Νομική ήταν τ’ όνειρό της, αλλά είχε κόπο, διάβασμα, εξεταστικές... Η επαφή της με συμφοιτητές ήταν παράξενη, κενή θα έλεγε κανείς. Ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα, πιο αθώα, πιο άβγαλτη, δε μπορούσε να επικοινωνήσει εύκολα μαζί τους.

   Εκείνο το βράδυ, αποφάσισε να βγει μαζί τους για ένα κρασάκι. Ένα λάθος ήταν, που θα της κόστιζε. Εκεί γράφτηκε η "ταφόπλακα" της. Η ξενέρωτη Μαρουσώ, η άβγαλτη, ήπιε  δυο ποτηράκια ούζο κι έπειτα στην τουαλέτα του μπαρ, ξερνούσε τ’ άντερα της. Ο εικοσιπεντάχρονος Μανώλης την κοζάριζε ώρες τώρα, μέχρι τη στιγμή, που θεώρησε κατάλληλη να την στριμώξει μέσα στην τουαλέτα.   

   Ο βιασμός ανεξίτηλος στη μαυρισμένη της ψυχή. Τίποτα δεν προμήνυε όσα θα ζούσε αυτή η γυναίκα και η ψυχούλα της. Οι  φίλοι της δεν κατάλαβαν τίποτα. Ήταν τόσο πιωμένοι... Ο πόνος στα πόδια της, στο σώμα της μα πιο πολύ στην ψυχή της, ήταν καλά κρυμμένος. Γυρίζοντας στο τραπέζι, έφυγε προφασιζόμενη αδιαθεσία, μα δε φαντάστηκε τι θα επακολουθούσε.

   Ο Μανώλης στο σοκάκι την περίμενε. "Κελεπούρι", σκέφτηκε. "Παρθένα στις μέρες μας; Καλή κοπέλα, τέτοια να ‘χω στο σπίτι, στο χωριό, για όλα, μα πιο πολύ για το κρεβάτι μου". Δεν χρειάστηκε πολύ το μεθυσμένο μυαλό του να κάνει πράξη την επιθυμία του.

   Μετά την αποτρόπαια πράξη του, προχώρησε έξω και μπήκε στο αγροτικό του. Είχε κατέβει στην Ξάνθη να πουλήσει πραμάτεια και να κανονίσει εμπόρευμα για το καλοκαίρι, σανό και ζωοτροφές. Σ’ ένα μήνα θα ‘πιανε ζέστη.

   Είχε πεθάνει η μάνα του δύο χρόνια τώρα και δύσκολα τα ‘φερνε βόλτα με τον πατέρα του. Η  κυρά Διαμαντίνα ήταν σε όλα ηρωίδα, σπίτι, χωράφια, ζωντανά, όλα τα έτρεχε. Ο ίδιος δυσκολευόταν στο χαΐρι και στην προκοπή του σπιτιού, γιατί ο πατέρας του γερνούσε. Η κοπέλα τούτη του έδινε στα νεύρα. Κάτι τον έπιανε απ’ τη στιγμή που την είχε αντικρύσει. Ήταν όμορφη πολύ, αλλά είχε και μία αθωότητα μοναδική. Δεν είχε κι άδικο, παρθένα το 2023 πού να βρεθεί.

  Η  τύχη του τον βοήθησε. Θα την έπαιρνε μαζί του στο χωριό, στον Λυκότοπο Ξάνθης ˙ εκεί δε θα την έβρισκε κανείς. Ήταν μικρό και ήσυχο χωριουδάκι, μ’ ελάχιστους κατοίκους και κανένας δεν τους μιλούσε έτσι κι αλλιώς. Δεν ήθελαν κι αυτοί πολλά, πολλά.

   Η Μαρουσώ ένιωσε ένα χέρι να της κλείνει το στόμα κι έναν σουγιά να την καρφώνει στο λαιμό. Το αίμα κύλησε... Ανατρίχιασε. Θα τη σκότωνε, ήταν βέβαιη. 

     «Αν μ’ ακολουθήσεις, θα δεις ότι όλα θα πάνε καλά, Στο υπόσχομαι», της είπε.

   Η κοπέλα έγνεψε τρομαγμένη. Κάθισε στο κάθισμα του συνοδηγού, χωρίς να βγάλει άχνα. Τα δάχτυλά της κρατούσαν την τσάντα της με αγωνία και φόβο. Ο Μανώλης άρπαξε τη μικρή τσάντα της και βρήκε το κινητό της. Ένα απλό, με πληκτρολόγιο, όχι αυτά της εποχής, της αφής.

     «Στείλε ένα μήνυμα στους φίλους σου, στην παρέα σου, ξέρεις, ότι επιστρέφεις στην Αθήνα γιατί αρρώστησε κάποιος δικός σου».

   Η Μαρουσώ  άρχισε να φοβάται, μα αν αντιδρούσε ίσως κινδύνευε πιο πολύ. Έκανε ότι της ζήτησε. Έστειλε στον Βασίλη, που ήταν ο πιο γνωστός και καλό παλικάρι και του έγραψε: "Βασίλη θα λείψω λίγο καιρό εκτάκτως, μην ανησυχείς" κατόπιν κάλεσε στο τηλέφωνο τη μάνα της. Πρώτη φορά την είπε "μάνα". Η κυρία Χαριτίνη σήκωσε χαρούμενη το τηλέφωνο. Τέτοια ώρα ανησύχησε λίγο, αλλά η θεατρική παράσταση της Μαρουσώς ήταν το κερασάκι στην τούρτα.  Χάρηκε που η  κόρη τους θα έφευγε σε  κάποιο πρόγραμμα του πανεπιστημίου με τους φίλους της στο εξωτερικό.  Η κάρτα της είχε ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό.  

   Μα η κόρη της δεν ανησυχούσε για χρήματα. Σαν πέταξε το τηλέφωνο στον κάμπο, η Μαρουσώ άφησε το δάκρυ της να τρέξει απ’ τα μάτια της. Τι την είχε βρει, ούτε που μπορούσε να φανταστεί. Αν ήταν εφιάλτης ή αλήθεια. "Βοήθησέ με, Θεέ μου" προσευχόταν από μέσα της, "σώσε με, Παναγία μου...".

     «Έκεί που θα πάμε…» άκουγε τον βιαστή της, «θα είμαστε μόνοι και να δεις ότι θα σου αρέσει μακριά από την πολυκοσμία».

   Δεν ανέφερε τον πατέρα του, για να μην την τρομάξει. Μια ώρα μετά, το αγροτικό σταμάτησε στη μέση του πουθενά. Ένα σπίτι μέσα στον κάμπο ήταν αδύνατο να την κάνει να φανταστεί τι θα ζούσε. Το κοιτούσε μέσα στη νύχτα. Δεν ήξερε καν ποιο ήταν το μέρος αυτό γύρω της, ποιο ήταν αυτό το χωριό. Δε μπόρεσε απ’ την ταραχή της να συγκρατήσει τις ελάχιστες πινακίδες. Τρέμοντας, τον  έπιασε από το μπράτσο.

     «Σε παρακαλώ, δε σε ξέρω, αλλά ψυχή έχεις ˙ μη μου το κάνεις αυτό, δεν το αξίζω. Ούτε κι εσύ. Αν οι γονείς μου μ’ αναζητήσουν, θα βρεθείς στη φυλακή. Θες να περάσεις τη ζωή σου εκεί;»

     «Περπάτα! Που θα μας βρουν εδώ; Δε βλέπεις ότι είμαστε στα σύνορα; Δεν θα σε βρει ποτέ κανείς εδώ».

Το σπίτι ήταν παλιό, χτισμένο με πέτρα, ισόγειο και το μόνο που ξεχώρισε εκεί στο σκοτάδι ήταν ένα μικρό περιβόλι, που δεν ήξερε καν τι ακριβώς είχε, μα οι μυρωδιές απ’ τα ζώα ήταν σίγουρες! Μπήκε στην πόρτα και την πήρε η μπόχα απ’ τη βρωμιά και την ακαταστασία.

     «Βρε γιε, πού την πας τούτην εδώ τη ζαργάνα;»

     «Πατέρα, θα σου πω» .

   Δεν ήταν πια η Μαρουσώ, αλλά ένα ρομπότ εκτός τόπου και χρόνου. Βελέντζες παντού, τσάχαλα απ’ τα χωράφια, ξύλα, ένα μικρό τζάκι, πεταμένα χαρτιά κατάχαμα, σκουπίδια κι ένα κρεβάτι δίπλα, στον τοίχο κολλημένο. Το μαξιλάρι μέσα στη βρώμα κίτρινο, οι μαξιλαροθήκες το ίδιο. Ο γέρος, βρώμικος από την απλυσιά, δεν αντεχόταν. Είχε κλείσει τη μύτη της αυθόρμητα, μα το χέρι του γέρου προσγειώθηκε στο μάγουλό της.

     «Ποια είσαι μωρή, που κρατάς τη μύτη του, ε; Ποια νομίζεις πως είσαι; Πώς τη λένε, ωρέ, τούτη δω την  βλαμμένη που έμασες;»

     «Δεν ξέρω, πατέρα. Πώς σε λένε;» την ρώτησε ήρεμος ο τύραννός της.  

     «Μαρουσώ και νυστάζω».

   Ήθελε να κερδίσει χρόνο, να σκεφτεί τα επόμενα βήματά της.

     «Πάμε στο δωμάτιο μου. Εκεί θα κοιμάσαι, μαζί μου από δω και πέρα».

   Δεν έδειξε το φόβο της, ούτε την ταραχή της. Έκανε ό,τι της είπε, μέχρι να βρει την ηρεμία στο μυαλό της, να λειτουργήσει σωστά για τη σωτηρία της.

   Ο Μανώλης κοιμήθηκε με τα ρούχα, αυτή το ίδιο, αφού δεν είχε άλλα. Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα. Προσπαθούσε να σκεφτεί μεθοδικά τι θα κάνει για να ξεφύγει.  

 

   Είχε περάσει ήδη μια βδομάδα. Το χάραμα την ξύπνησε η γλίτσα του γέρου.

     «Σήκω, μωρή, να φτιάξεις τίποτα να βάλουμε στο στόμα μας!».

   Η Μαρουσώ είδε ότι ο Μανώλης έλειπε απ’ το κρεβάτι.

     «Τι ψάχνεις; Τον γιο μου; Έφυγε για τον φούρνο, να φέρει κανένα καρβέλι ψωμί, αλλά από αύριο εσύ θα ζυμώνεις».

      «Εγώ, ναι, ναι μπάρμπα, εγώ. Ρούχα έχεις για μένα; Ξέρεις, δεν πήρα τη βαλίτσα μου για διακοπές».

   Η βίτσα έσκισε τον αέρα και όχι μόνο. Οι βουρδουλιές στην πλάτη της άφησαν ματωμένες χαρακιές, μα η Μαρουσώ δεν έβγαλε ούτε δάκρυ.

     «Θα τα πληρώσεις όλα, παλιόγερε. Ακόμα κι αν δεν ζήσω, θα τιμωρηθείς, να το θυμάσαι».

   Ο γέρος γελούσε σαν σαφρακιασμένη σταφίδα. Άνοιξε μια ντουλάπα και της πέταξε κάτι μαύρες ρόμπες.

     «Είναι της συγχωρεμένης της γυναίκας μου, βολέψου».

     «Είχες και γυναίκα μπάρμπα; Ηρωίδα…», μουρμούρισε.

     «Όσο θα  μιλάς, τόσο θα κακοπερνάς. Διάλεξε και πάρε».

   Στο μεταξύ, ο Μανώλης είχε γυρίσει απ’ τον φούρνο. Σαν είδε τα σημάδια στην πλάτη της καθώς φορούσε τη ρόμπα της μάνας του, η φωνή του ακούστηκε μέχρι μέσα.

     «Πατέρα, η κοπέλα είναι εντάξει. Εννοώ, ήταν άσπιλη, αμόλυντη, καθαρή. Δεν είναι του δρόμου. Την ερωτεύτηκα αμέσως, αλλά δε θέλω ν’ απλώνεις τη βίτσα πάνω της, συνεννοηθήκαμε;»

     «Ναι, συνεννοηθήκαμε, αλλά και βογκητά  δεν ακούω απ’ την κάμαρα. Απ’ απόψε λοιπόν, ας έρθει αυτή στη δική μου. Έτσι κι αλλιώς, εσύ είσαι σ’ όλα άχρηστος».

     «Πατέρα, βούλωσε το στόμα σου!»,  γρύλισε ο Μανώλης.

     «Γιατί; Θα σε τσούξει να τη μαλαφουρίσω λίγο εγώ; Έλα ‘δω μωρή. Απόψε θα ‘ρθεις στο δικό μου δωμάτιο».

     «Ναι, μπάρμπα, πεθαμένη μπορεί».

   Το μαχαίρι βρέθηκε στα χέρια της Μαρουσώς. Όλα τα ‘χει αντέξει, αλλά δε θα μπορούσε ποτέ στη ζωή της να φανταστεί πως αυτό το τέρας θα την άγγιζε. Ο γιος του, κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν την είχε ακουμπήσει όλη αυτή τη βδομάδα. Κοιμόταν στην άκρη του κρεβατιού, χωρίς να την ενοχλήσει.

     «Τι; Θα μ’ απειλήσεις τώρα, μωρή πόρνη, δε ντρέπεσαι, που σε μαζέψαμε;»

     «Να ντραπώ που με βίασε ο γιος σου, βρε παλιόγερε; Τώρα βλέπω γιατί το έκανε. Τέτοιος πατέρας που είσαι, τι περιμένει κανείς να γίνει το παιδί σου;»

   Τα δάκρυα του Μανώλη δεν είχαν τελειωμό. Ο γέρος την τσάκωσε απ’ τα μαλλιά, κι άρπαξε το μαχαίρι από την κοπέλα, που τον εμπόδισε. Γύρισε τη λάμα στην κοιλιά του, χωρίς να σκεφτεί τίποτα.

     «Τι μου έκανες μωρή;» πρόλαβε να ψελλίσει.

   Ο Μανώλης κοίταζε με σοκ, μια τον πατέρα του και μια την γυναίκα, παγωμένος... Η φωνή της Μαρουσώ τον ξύπνησε.   

     «Κάλεσε την αστυνομία να με συλλάβουν», του είπε ψυχρά.  

   Την κοίταξε μ’ απορία. Μετά από λίγα λεπτά μίλησε.

     «Σε μια τσάντα μέσα, είναι ένα καινούργιο φόρεμα και μια μπλε ζακέτα. Σου τα πήρα απ’ την πόλη, χθες. Πήγαινε ντύσου και πάρε κι αυτά».

Έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μάτσο πενηντάρικα και τα δίπλωσε στην παλάμη της.

     «Βγες στον δρόμο και κατέβα την κατηφόρα. Εκεί, θα στρίψεις δεξιά και στα δέκα λεπτά θα βρεις τη στάση λεωφορείων. Η τσάντα σου είναι στην ντουλάπα, μαζί με την ταυτότητά σου. Πήγαινε… Όποιος σε ρωτήσει, θα πεις ότι χάθηκες. Σαν περάσουν μερικές μέρες, πήγαινε στην αστυνομία, να με καταδώσεις για το κακό που σου έκαμα. Τον φόνο δε θα τον αναφέρεις ˙ μόνο ότι έγινε στο ταβερνάκι. Φύγε τώρα!»

   Η  κοπέλα κοιτούσε μια τον Μανώλη, μια τον γέρο που κείτονταν νεκρός. Έφυγε...

   Σ’ όλη τη διαδρομή γυρνούσε το κεφάλι της πίσω. Δεν ένιωθε τίποτα, ούτε ελεύθερη, ούτε χαρούμενη, ούτε είχε συναισθήματα. Σκεφτόταν μονάχα πως ο βιαστής της θα πήγαινε φυλακή για τον φόνο του πατέρα του, που διέπραξε αυτή.

   Στην τσάντα της βρήκε το κλειδί του σπιτιού της. Μπήκε μέσα, άνοιξε τη βρύση στο ντους και με κρύο νερό, επί μισή ώρα, πλενόταν, χωρίς να μπορέσει να κάνει τίποτα άλλο. Την πήρε ο ύπνος κι ο εφιάλτης ερχόταν συνεχώς μπροστά της. Πήρε τηλέφωνο τους γονείς της, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα ποτέ.

***

   Η τηλεόραση πέρασε στα ψηλά ότι γιος σκότωσε τον πατέρα του για κληρονομικές διαφορές. Ο Μανώλης καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια κάθειρξη.

 

 

   Πέντε χρόνια μετά, η Μαρουσώ στεκόταν όρθια μπρος στο δικηγορικό έδρανο του εφετείου κακουργημάτων.

     «Είναι ένας νέος άνθρωπος, κύριοι δικαστές, κύριε εισαγγελέα, κύριοι ένορκοι ˙ θα ζήσει στη φυλακή όλη του τη ζωή;  Εν βρασμώ ψυχικής ορμής...  Μία λάθος κίνηση, λόγια άσχημα του πατέρα του, που πρώτος άρπαξε το μαχαίρι και κινήθηκε εναντίον του! Έτσι έφυγε από τη ζωή το θύμα! Μόνο που, αυτός ο άνθρωπος, πριν "φύγει", κατέστρεψε τον γιο του. Τον κατέστρεφε καθημερινά, από την ημέρα που τον γέννησε. Τον είχε στα χωράφια από μικρό παιδί, να δουλεύει. Τον χτυπούσε, τον υποτιμούσε, τον βίαζε ψυχολογικά και τελικά, του κατέστρεψε το μέλλον. Δεν του πρόσφερε ποτέ αγάπη, μόρφωση, καλοσύνη. Δεν τον άφησε να προκόψει στη ζωή του. Παρά ταύτα, ο κατηγορούμενος, ήταν πάντοτε το καλό παιδί, ο σωστός γιος, που ποτέ δεν πίκρανε τον πατέρα του και που τον υπάκουε τυφλά και τον σεβόταν. Ώσπου ο θάνατος της συζύγου του, επέδρασε στον ψυχισμό του θύματος, που συστηματικά έγινε απότομος, σκληρός, άκαρδος απέναντι στον ίδιο του το σπλάχνο. Μια στιγμή έντασης, μια στιγμή ακραίας διαφωνίας, ήταν η αφορμή. Σε κατάσταση άμυνας βρισκόταν ο κατηγορούμενος. Ο θανών είναι υπεύθυνος γι’ αυτό που έγινε, γι’ αυτό το εγκληματικό αποτέλεσμα. Ζητούμε λοιπόν, από το σεβαστό δικαστήριο, την αναγνώριση ως ελαφρυντικό, του πρότερου έντιμου βίου, και της τέλεσης της πράξης υπό το καθεστώς άμυνας προς διαφύλαξη του έννομου αγαθού της ίδιας της ζωής του κατηγορουμένου. Αιτούμεθα δε, την επιβολή της ελάχιστης των ποινών, ήτοι των πέντε ετών που προβλέπει ο νόμος  και ένεκα της υφιστάμενης κράτησης του, την άμεση αποφυλάκιση του».

***

   Η  Μαρουσώ μάζευε τα χαρτιά της απ’ το γραφείο της στην Αθήνα. Ετοιμαζόταν για την επόμενη δίκη, στον Βόλο. Η πόρτα άνοιξε κι ο Μανώλης την πλησίασε.

     «Δεν ήρθα να σ’ αναστατώσω.  Ήρθα να σου πω ευχαριστώ. Με έσωσες. ενώ εγώ σου έκανα τόσο κακό... Ζω πια στην Αθήνα, έφυγα από ‘κει πού ήμουν. Ότι υπήρχε το πούλησα κι άνοιξα εδώ ένα περίπτερο».

     «Χαίρομαι Μανώλη. Δε χρειάζεται να πούμε τίποτα. Πήρες έναν φόνο στην πλάτη σου εξαιτίας μου. Σου έκανα κακό άθελά μου. Σκότωσα τον άνθρωπο που είχες στη ζωή σου, τον πατέρα σου».

      «Όχι, Μαρουσώ.  Εγώ σε σκότωσα άθελά μου».

     «Αντίο Μανώλη. Η ζωή μας συνεχίζεται».

     «Αντίο Μαρουσώ. Ναι, η ζωή συνεχίζεται…»

   Η κοπέλα μπήκε στ’ αυτοκίνητό της. Έφτασε στον παιδικό σταθμό. Βγήκε μετά από πέντε λεπτά με τον γιο της αγκαλιά. Γελούσαν και τον γαργαλούσε. Ο γιος της... μεγάλωνε.

   Ο Μανώλης κοιτούσε μέσα απ’ το μικρό αμάξι του, με δάκρυα στα μάτια.


https://eshop.kourosbooks.gr/product/pergamonto-gia-dyo/