"Η Αριάδνη του Ιονίου" διήγημα από το βιβλίο μου, "Περγαμόντο για δύο", Εκδόσεις ΚΟΥΡΟΣ

 

« Η Αριάδνη του Ιονίου »




    «Ναι κοντέσα μου, μου έδωσες Μου έδωσες ό,τι χρειάζεται ένας φτωχός σαν εμένα για να ζήσει κι ακόμα παραπάνω. Μου έδωσες όμως κι αυτό που κρύβεις τριάντα χρόνια τώρα ˙ τον γιο μου. Ο καπετάνιος, να σου θυμίσω, παιδιά δεν σου ‘δωσε ποτέ!»         

   Η πίκρα και η στεναχώρια στο πρόσωπο του πενηντάχρονου άνδρα δεν ήταν ψεύτικη. Καλοσυνάτος ως παρουσία, ψηλός, στιβαρός. Καταλάβαινες ότι στα νιάτα του είχε κάψει καρδιές και πρώτης απ’ όλες, της Κοντέσσας Αριάδνης, κόρης του τραπεζίτη τ’ Αργοστολιού, Αναστάσιου Κορδάτου. Μοναχοκόρη για την ακρίβεια και κάποιοι θα έλεγαν και κακομαθημένη, μα δεν ήταν έτσι.

   Η Αριάδνη από μικρή ηλικία μεγάλωσε στη μοναξιά που προσφέρει ο πλούτος, με μια μητέρα παραμελημένη και καταθλιπτική, χωρίς αγάπη από τον τραπεζίτη άντρα της. Τα προξενιά της εποχής εκείνης συνεχίζονταν καθημερινά, με την Αριάδνη τελειώνοντας το σχολείο, να την παντρεύει ο πατέρας της δύο χρόνια μετά, με τον καπετάνιο Διονύσιο Λουκέρη, χήρο, τριάντα χρόνια μεγαλύτερο της. Η ίδια δεν καταλάβαινε ποιο το νόημα, ποιος ο λόγος, που ένας πατέρας έδινε τέτοια πίκρα στο κορίτσι του. Γιατί να παντρέψει την κόρη του με τον πλουσιότερο αλλά γέρο καπετάνιο; Μα, ναι… Η συγχώνευση των μετοχών του καραβιού στην τράπεζα που εργαζόταν ο πατέρας της, ήταν η ιδανική περίπτωση να γίνουν ακόμα πλουσιότεροι πάνω στη δική της πλάτη, στη δική της ψυχή, χωρίς να νοιαστεί κανένας τι αισθάνεται.

    Δεν έφερε καμία αντίρρηση, ξέροντας ότι δεν θα υπήρχε κανένα αποτέλεσμα ό,τι και να έλεγε. Όταν ειδικά αντίκρυσε τον καπετάνιο, ήταν σίγουρη πως ο ίδιος ήταν παντελώς αδιάφορος γι’ αυτήν, παρόλο που έλαμπε από νιάτα, φρεσκάδα και ομορφιά. Ευτυχώς που δεν χρειάστηκε καν να την αγγίξει, γιατί τα προβλήματα ήταν ήδη αρκετά γι’ αυτόν. Στην ηλικία των πενήντα, που θεωρείται ένας άνδρας και έμπειρος αλλά και νέος, ο καπετάνιος ήταν ανίκανος προφανώς να τελέσει ερωτική επαφή. "Τουλάχιστον είμαι τυχερή", σκεφτόταν η νεαρή Αριάδνη.

   Ούτε ένα μήνα μετά τον γάμο της με τον καπετάνιο, ο ίδιος έφυγε για το μεγάλο ταξίδι στην Αμερική, τον Απρίλη του ‘70 κι άφησε στο τεράστιο αρχοντικό του, στο κέντρο του Ληξουρίου τη γυναίκα του, με τη μητέρα του και το προσωπικό. Αυστηρή η πεθερά της, ήταν το δεξί αυτί για όλα και η καλύτερη ενημέρωση στον γιόκα της. Η ογδοντάχρονη Κοντέσσα Φιορούλα τα είχε τετρακόσια όπου την συνέφερε. Στην Αριάδνη έκανε την κουφή, ενώ στην πραγματικότητα πετάλωνε ψύλλο στ’ άχυρα!

   Μα η Αριάδνη ήταν τόσο έξυπνη και εύστροφη μέσα κι έξω. Ένα πανέμορφο κορίτσι, ντυμένο πάντα με πολύχρωμα φορέματα, με όμορφα ντεκολτέ ή ατσαλάκωτους γιακάδες με δαντέλες, ασορτί με τα γάντια της και τα όμορφα γαλανά μάτια της, σαν τα νερά της θάλασσας. Στην αγαπημένη της Κουνόπετρα, που συχνά επισκεπτόταν, οι μπούκλες των μαλλιών της ανέμιζαν όλο χάρη και οι κορδέλες που τα κρατούσαν, την έκαναν να μοιάζει μ’ έφηβο κοριτσάκι.

    Η πεθερά της όσο και ν’ αγωνιούσε ή να λαχταρούσε να της βρει ψεγάδι, ποτέ δεν τα κατάφερνε, γιατί η κοπέλα ήταν ήσυχη και καλοσυνάτη. Το μόνο που ήθελε και απαιτούσε ήταν να είναι περιποιημένοι οι κήποι που είχαν. Η  Αριάδνη πήρε την έγκριση από τον καπετάνιο, που με χαρά στο γράμμα του της απάντησε, να κάνει ό,τι την ευχαριστεί, μιας και τ’ αρχοντικό ήταν και σπίτι της κι έτσι θα είχε και μια ασχολία.

   Η Κοντεσσίνα ξεκίνησε τις αλλαγές πρώτα εσωτερικά, αλλάζοντας τις καταθλιπτικές κουρτίνες και τα υφάσματα στα κρεβάτια, προχωρώντας σε πιο μοντέρνα σχέδια και στην πρόσληψη μαγείρισσας και κηπουρού. Η κοπέλα που καθάριζε όλο το σπίτι, η Μαρικούλα, ανακουφίστηκε, καθώς η μαγειρική έπεφτε στην ίδια. Η Αριάδνη ζήτησε από τη καινούργια μαγείρισσα, την Κωνσταντία, μια σπουδαία κοπέλα απ’ την Ιθάκη, με ευγένεια και καλοσύνη, να φέρει, αν γνωρίζει, κάποιον κηπουρό. Η κυρία Κωνσταντία της μίλησε για τον ξάδερφό της, που έψαχνε καιρό για δουλειά και ήταν τίμιο κι εργατικό παιδί.

   Ο Επαμεινώνδας δεν άργησε να φανεί στ’ αρχοντικό της Σιόρας Φιορούλας και της Κοντεσσίνας. Τη στιγμή που αντίκρυσε την Κοντεσσίνα έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. Ανίκανος ν’ αρθρώσει λέξη, φάνηκε να τα χάνει, να τραυλίζει και να κοιτά το πάτωμα. Μα και η Αριάδνη την ίδια αίσθηση ένιωσε. Πρώτη φορά, στα είκοσί της είδε τον άνδρα που τις πήρε την καρδιά. Ο ψηλός, μελαχρινός νέος, με τ’ αθλητικό κορμί, τα έντονα ζυγωματικά και το ολοκάθαρο βλέμμα, δεν μπορούσε να την αφήσει να πει κάτι παραπάνω, παρά τ’ απαραίτητα.

     «Παρακαλώ, αν θέλετε ξεκινήστε από τον κήπο μπροστά και συνεχίζετε στους υπόλοιπους, αφού πρώτα κανονίσουμε τα χρήματα και το ωράριό σας».

     «Κυρία, θα χρειαστεί καιρός» είπε βραχνά ο άνδρας. «Θέλει πολύ προσεκτική δουλειά. Ο κήπος είναι πολλά χρόνια παραμελημένος».

     «Δεν υπάρχει πρόβλημα, κύριε Επαμεινώνδα», συνέχισε η Κοντεσσίνα. «Θα έρχεστε το πρωί και θα φεύγετε όποτε θέλετε. Εγώ αυτό που ζητώ είναι τους κήπους καθαρούς, γεμάτους με τριανταφυλλιές και γιασεμιά και τα δέντρα περιποιημένα. Να μου πείτε μόνο, πώς θέλετε να πληρώνεστε. Με την εβδομάδα ή με τον μήνα; Όπως εσείς επιθυμείτε».

     «Εμένα, κυρία, δεν με ενοχλεί ˙ ότι εσείς θέλετε, πείτε το και θα γίνει. Δεν έχω σπίτι δικό μου, μένω στης ξαδέρφης μου, που σας μαγειρεύει. Το σπίτι μου κάηκε πρόπερσι, στη μεγάλη φωτιά του νησιού, στη Λάσση. Από τότε, δεν κατάφερα να το φτιάξω», αποκρίθηκε με ντροπή.

   Η Αριάδνη κατάλαβε πόσο είχε βασανιστεί ο νέος και η πρώτη της σκέψη βγήκε αυθόρμητα από το στόμα της.

     «Τότε τι θα λέγατε να ‘ρθείτε εδώ; Αν φυσικά δεχθεί και η Κοντέσσα, η Σιόρα Φιορούλα. Υπάρχει ο ξύλινος ξενώνας και η αποθήκη με τα τρόφιμα. Επίσης και το δωμάτιο του κυρ Αποστόλη είναι ελεύθερο, απ’ όταν πήγε στην Αμερική, στον γιο του. Μέχρι να γυρίσει, βλέπουμε. Ο κυρ Αποστόλης είναι ο μαραγκός που έχουμε…», εξήγησε η Κοντεσσίνα. . «Η Σιόρα, βλέπετε, θέλει συντήρηση στα έπιπλά της, τις αντίκες τακτικά, αλλά χρειάζεται και ξυλεία για τα τζάκια. Τώρα, τα είχε ετοιμάσει όλα από το καλοκαίρι, γιατί γεννάει η νύφη του και θέλησε να είναι εκεί».

Ο Επαμεινώνδας δεν ήξερε πώς ν’ αντιδράσει. Πολλά μαζεμένα του ‘τυχαν, αλλά το ευχάριστο ήταν ότι βρήκε στέγη και δουλειά μαζί.

     «Εντάξει κυρία. Θα φεύγω μόνο για την ώρα του φαγητού. Τις υπόλοιπες ώρες θα είμαι ‘δω, σε ότι με χρειαστείτε».

     «Δεν χρειάζεται να φεύγετε. Το προσωπικό τρώει την ίδια ώρα μ’ εμάς. Θα σ’ ενημερώσει η Κωνσταντία. Είσαι υπάλληλος, άρα και μέλος του προσωπικού».

     «Σας ευχαριστώ, ξεκινώ αμέσως!».

   Βγήκε έξω στην αυλή, κρατώντας την αναπνοή του. Πάλευε να καταλάβει τι ένιωθε, μα ήταν αδύνατον. Είχε κοπεί μιλιά του, με δυσκολία έβγαινε η ανάσα του.

     «Θεέ μου, τι έπαθα; Θεέ μου, βοήθα με…»

Κάθισε στο μαρμάρινο σκαλοπάτι του αρχοντικού και προσπάθησε να τιθασεύσει τα συναισθήματά του. Η Αριάδνη, καθισμένη κι αυτή στον μεγάλο καναπέ του σαλονιού, κοιτούσε γύρω της σαν να τα έβλεπε όλα για πρώτη φορά. Ήταν είκοσι χρονών, μα ποτέ μέχρι τότε δεν είχε νιώσει αυτό που συνέβη πριν λίγο.

     «Βοήθα με, Παναγιά μου! Τι με βρήκε, τι μου μέλλε να πάθω Παναγία μου; Μεγάλη η Χάρη Σου!».

   Το πρόσωπό της φουντωμένο και το σώμα της με δυσκολία μπορούσε να το κουμαντάρει. Tα δάχτυλά της ιδρωμένα και η βέρα σαν να την κοιτούσε απειλητικά. Η Σιόρα Φιορούλα μπήκε ως συνήθως, χωρίς να την καταλάβει η Αριάδνη.

     «Μητέρα, σας περίμενα. Ήρθε κάποιος, συγγενής της…»

     «Ναι, ξέρω. Με ενημέρωσε η μαγείρισσα, Κοντεσσίνα μου. Αν επιθυμείς τους κήπους με τριαντάφυλλα, πώς να το αρνηθώ; Θα με μαλώσει ο γιος μου», είπε με εμφανή ειρωνεία η Κοντέσσα.

   Η Αριάδνη αγνόησε  το μειδίαμα της πεθεράς της. Μεγάλη γυναίκα ήταν, σχεδόν πλησίαζε τα ογδόντα. Ήταν ιδιότροπη, με γκρίνια και ξεσπάσματα, αλλά η κοπέλα κατανοούσε ότι, όλο κι όλο, είχε έναν γιο, που έλειπε ταξίδια μακρινά. Αυτό που δεν καταλάβαινε η Αριάδνη ήταν, γιατί την παντρεύτηκε και πολύ περισσότερο γιατί δεν την ακούμπησε ούτε την πρώτη νύχτα του γάμου. Ήταν ευγενικός και στοργικός, σαν να ήταν ο πατέρας της.

   Θυμήθηκε τον πατέρα της…Όχι, δεν ήθελε να τον δει, ούτε αυτόν, ούτε τη μητέρα της, ποτέ ξανά. Αυτός την υποχρέωσε σ’ έναν γάμο και μια ζωή δυστυχισμένη και όλα αυτά για ν’ αβγατίσει τα λεφτά του.  Όμως ήταν σίγουρη ότι ο καπετάνιος δεν είχε στόχο τα χρήματα που είχε στην τράπεζα και τα οικόπεδα στο νησί ˙ δεν του ήταν απαραίτητα, ώστε να πάρει την Αριάδνη.

   Έδιωξε τις κακές σκέψεις της, ακούγοντας τις τελευταίες λέξεις πεθεράς της.

     «Δεν υπάρχει πρόβλημα, ας είναι ένα άτομο παραπάνω. Έχουμε ανάγκη κι έναν άντρα για τις βαριές δουλειές. Βλέπεις, αργεί κι ο κυρ Αποστόλης να γυρίσει απ’ την Αμερική».

Η Σιόρα Φιορούλα φαινόταν κρυφά ερωτευμένη με τον κυρ Αποστόλη. Τριάντα χρόνια στη δούλεψή της...

Η Αριάδνη κρυφογέλασε, λέγοντας:

     «Πού να βρει καλύτερα, μητέρα;  Έχει μια καλή δουλειά, με καλά χρήματα και σας αγαπά, σας συντροφεύει και με σεβασμό βέβαια, ως φίλος…» 

 Η Σιόρα χαμογέλασε.

     «Έχεις δίκιο κόρη μου. Άντε κι εσύ, πήγαινε ξάπλωσε».

      «Καληνύχτα μητέρα».

   Για έναν, δύο μήνες, η Κοντεσσίνα πάλευε με τις ορμές της και τα εσώψυχά της. Κοιτούσε τον κηπουρό, που δε σήκωνε κεφάλι, μα έκανε έναν κήπο αγνώριστο μέρα με τη μέρα. Η Αριάδνη μιλούσε στο τηλέφωνο με τον καπετάν Διονύση μια στις τόσες, που έπιανε λιμάνι. Της ανακοίνωσε, μ’ ευγενικό ύφος, ότι θα ερχόταν σε δύο μήνες περίπου και θα καθόταν ένα μήνα. Μετά θα έφευγε ένα μεγάλο ταξίδι που θα κρατούσε ενάμιση χρόνο, στην Αυστραλία. Της μίλησε περιληπτικά για το Σίδνεϋ, τ’ ομορφότερο λιμάνι της Αυστραλίας, για τα σκάφη, για τα ιστιοφόρα, για το λιμάνι Φρίμαντλ και την ιστορία του καπετάνιου, που δόθηκε το όνομά του στο λιμάνι αυτό. Ζήτησε να μην πει τίποτα στη Σιόρα, για να μην είναι αγχωμένη κι ανυπόμονη. Η Αριάδνη υποσχέθηκε στον άντρα της ότι θα τηρήσει την υπόσχεση και δεν θα έλεγε τίποτα.

   Ο Επαμεινώνδας πάλι, έδινε τον δικό του αγώνα. Ήταν ερωτευμένος με την Αριάδνη και πάλευε με τους δικούς του δαίμονες. Όσο και να ‘πνιγε τα συναισθήματά του, κάθε μέρα γινόταν χειρότερα. Δούλευε με οργή για όσα δεν μπορούσε να πνίξει και ν’ αντισταθεί. Γιατί επέτρεψε στον εαυτό του να ερωτευτεί κάποια που δεν έπρεπε; Μέρα με τη μέρα, έπαιρνε τις αποφάσεις του και θα μιλούσε στην Αριάδνη γι’ αυτές! Θα περίμενε να φύγει η Σιόρα  Φιορούλα για τη πόλη, καθώς θα κατέβαινε στον γιατρό για εξετάσεις, φάρμακα και ψώνια.

 

   Ο νεαρός κηπουρός πλύθηκε, φόρεσε ρούχα καθαρά και μπήκε στο σπίτι. Ξαφνιάστηκε η κοπέλα σαν τον είδε.

     «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

     «Δηλαδή, όχι…Θέλω όμως να σας μιλήσω. Σας ευχαριστώ για το ψυχικό που κάνατε και μου δώσατε δουλειά, αλλά πρέπει να φύγω».

Η Αριάδνη τον διέκοψε. 

     «Μίλα μου, σε παρακαλώ, στον ενικό. Πες μου, για ποιον λόγο θέλεις να φύγεις; Σ’ ενόχλησε κάτι; Μήπως είπε κάτι η Σιόρα; Πες μου».

Το δάκρυ ήταν έτοιμο να κυλήσει στο πρόσωπο της πανέμορφης σαν Παναγιά, Αριάδνης.

     «Όχι, όχι, σας παρακαλώ Κοντέσσα μου. Δε θέλω να κλαίτε ˙ δεν κάνατε τίποτα. Όχι, κανείς σας δεν με πείραξε. Ίσα ίσα».

     «Τότε, που πας; Γιατί;»

     «Γιατί δεν αντέχω άλλο, γι’ αυτό!»

Το σώμα του βρέθηκε να σφίγγει την Αριάδνη τόσο δυνατά, που δεν έπαιρνε αναπνοή. Το κορίτσι απεγνωσμένα τον αγκάλιασε με κλάμα.

     «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πάμε στο δωμάτιό μου. Εδώ κινδυνεύουμε».

Ο στιβαρός νέος με απεγνωσμένο ύφος, κρατώντας την Αριάδνη στην αγκαλιά του, την οδήγησε στην κάμαρά της, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της. Το σμίξιμό τους ήταν η ομορφότερη στιγμή στη ζωή και των δύο. Ο νέος ξαφνιάστηκε στην αίσθηση ότι η Αριάδνη δεν είχε ξαναπάει με άντρα! Ήταν παντρεμένη, πώς μπορούσε να γίνεται αυτό; Η απορία στο βλέμμα του δεν συνεχίστηκε, καθώς το πρόσωπο της ερωτευμένης κοπέλας, πλημμυρισμένο από ευτυχία, δεν άφησε περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Μία ώρα μετά, έχοντας ηρεμήσει λίγο οι ψυχές τους, μίλησε πρώτος.

     «Γι’ αυτό πρέπει να φύγω, γιατί σ’ αγαπώ. Σ’ αγάπησα, Κοντέσσα μου. Εγώ, το τίποτα, πρέπει να φύγω για να μην μαθευτεί. Μην τιμωρηθείς εσύ. Εσύ δεν φταις που σ’ ερωτεύτηκα».

     «Μαζί είμαστε. Ό,τι και να συμβεί, θα είμαστε μαζί και θα το αντιμετωπίσουμε. Φυσικά, δεν θα βρεθούμε άλλο μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Ορκίσου πως θα τηρήσουμε σιγή ιχθύος».

     «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος, Κοντέσσα μου».

     «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος, αγαπημένε μου».

 

   Το επόμενο διάστημα, παρότι κάποια στιγμές έλαμπε από ευτυχία, η επιστροφή του καπετάνιου απασχολούσε την Αριάδνη. Θα του μιλούσε με ειλικρίνεια για ό,τι συνέβη. Έπειτα θα έφευγε οριστικά με τον Επαμεινώνδα. Χρήματα είχε αρκετά ώστε να ανοίξουν και μια δική τους επιχείρηση, ίσως ανθοκομική, αφού λάτρευαν κι οι δυο τα λουλούδια και τους κήπους.

   Όμως δεν πρόλαβε να χαρεί τις σκέψεις της. Την πρόδωσαν οι εμετοί και οι ναυτίες που πάλευε να  κρύψει. Συνειδητοποίησε ότι είχαν περάσει οι μέρες της. Με προσοχή και μυστικότητα βγήκε από τ’ αρχοντικό μόλις κοιμήθηκαν όλοι κι έτρεξε στο σπιτάκι του Επαμεινώνδα. Ο νέος τα έχασε και της μίλησε ανήσυχος.

     «Αγάπη μου τρελάθηκες;»

     «Πρέπει να σου μιλήσω, άκουσέ με. Είμαι έγκυος!», του είπε με λυγμούς.

Ο νέος την πήρε στην αγκαλιά του.

     «Είναι τ’ ωραιότερο δώρο που θα μπορούσες να μου κάνεις,  Αριάδνη!»

     «Σταμάτα κι άκουσέ με», τον διάκοψε. «Πρέπει να φύγεις, πριν γίνει κακό. Θα το καταλάβει ο καπετάνιος. Έρχεται σε είκοσι μέρες. Στο μεταξύ, θα του τα πω, αλλά εσύ πρέπει να μη βρίσκεσαι εδώ. Μην ανησυχείς, έχω χρήματα φυλαγμένα. Είχα πριν τον γάμο και μετά αποταμίευα. Άλλωστε, ήμουν είδος προς πώληση», είπε πικραμένη.

     «Εντάξει, μα δεν σ’ αφήνω μόνη σου εδώ, ότι και να πεις. Δεν σ’ αφήνω στα χέρια κανενός. Θα συνεχίσω να εργάζομαι, εσύ θα πεις την αλήθεια κι εγώ θα είμαι πλάι σου, ό,τι κι αν γίνει».

   Η Αριάδνη ήξερε ότι, όσες αντιρρήσεις και να έφερνε, δεν θα την άφηνε. Προσπάθησε να μην καταλάβει τίποτα η πεθερά της και το κατάφερε με μεγάλη δυσκολία. Οι αναγούλες άρχισαν νωρίς και η λεπτοκαμωμένη κοπέλα έκανε υπομονή και με αντοχή ηρωική, ώσπου ο καπετάν Διονύσης έφτασε, γεμάτος δώρα και χαρά στο σπιτικό του. Η μητέρα του τρελάθηκε από τον ερχομό του και η ευγενική Αριάδνη κρατούσε μια ισορροπία μπροστά στον Επαμεινώνδα, στη μαγείρισσα και στο υπόλοιπο προσωπικό και στον κυρ Αποστόλη, που στο μεταξύ είχε γυρίσει από την Αμερική. Μιλούσε στον αγαπημένο της σύζυγο, έχοντας ετοιμάσει γιορτινό τραπέζι με μεζεδάκια, κεφτέδες, κρεατόπιτα κεφαλλονίτικη, κρασάκι ρομπόλα και φέτα ντόπια, που σίγουρα θα του είχαν λείψει.

   Η αγωνία του νεαρού κηπουρού είχε φτάσει στο κατακόρυφο, με τον φόβο μήπως πάει κάτι στραβά και δεν καταφέρουν να φύγουν με την Αριάδνη. Σαν έκλεισε η πόρτα της κάμαρας, η κοπέλα ζήτησε από τον καπετάν Διονύση να μιλήσουν. Ο ίδιος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και κοιτούσε την γυναίκα του, που δεν ήξερε από που ν’ αρχίσει.

     «Αριάδνη, πες μου τι συμβαίνει χωρίς φόβο, σε παρακαλώ».

   Η κοπέλα μ’ εντιμότητα, του είπε όσα έγιναν απ’ την ημέρα που έφυγε. Δεν του έκρυψε τίποτα, παρόλο που ένιωθε ανήθικη ως παντρεμένη. Ο καπετάνιος δεν έδειξε να εκπλήσσεται, δεν έδειξε ούτε θυμό, όπως περίμενε η Αριάδνη, μα στο άκουσμα της εγκυμοσύνης την κοίταξε έντονα.

     «Μου ζητάς να σ’ αφήσω να φύγεις, να σου δώσω διαζύγιο. Ας πούμε ότι δεν σε νοιάζει ο δικός μου διασυρμός, αλλά το παιδί σου το έχεις σκεφτεί; Θα γεννήσεις το παιδί του κηπουρού, θα γίνουμε όλοι ρεντίκολο στο νησί και θα πάτε που; Να σου πω επίσης, ότι έχεις ξεχάσει πως το διαζύγιο βγαίνει σχεδόν τρία χρόνια μετά την αίτησή του. Δηλαδή, το παιδί σου…το παιδί του κηπουρού, θα φέρει το δικό μου επίθετο».

Η Αριάδνη τον κοιτούσε φοβισμένη.

     «Δηλαδή, δεν θα με τιμωρήσεις;» τον ρώτησε.

     «Αριάδνη, όταν σε παντρεύτηκα, ήξερα ότι ήσουν είκοσι χρονών, ήμουν τριάντα χρόνια μεγαλύτερός σου. Θα ήταν ανέντιμο να σε μαγαρίσω στην ηλικία μου. Θα με ρωτήσεις γιατί το έκανα, για ποιον λόγο σε παντρεύτηκα; Δε θα μπορέσω να στο εξηγήσω. Πάντως, ούτε για τη συγχώνευση των μετοχών στην τράπεζα του πατέρα σου το έκανα. Αυτό να το θυμάσαι».

Η Αριάδνη συλλογίστηκε πως το έκανε για τη δική του μάνα, για να τον δει παντρεμένο.

     «Μείνε Αριάδνη και θα μεγαλώσει ασφαλές το παιδί σου, ως παιδί μας. Σου δίνω τον λόγο της τιμής μου ότι ποτέ δεν θα το μάθει από μένα κανείς. Σκέψου το κι αποφάσισε. Ό,τι έχω σου ανήκει, αλλά μη με ατιμάσεις άλλο. Άλλο πράγμα ένα διαζύγιο κι άλλο ένα εξώγαμο».

   Η  νύχτα ήταν άβολη και για τους δύο. Στο πρωινό τραπέζι της σάλας η Αριάδνη χλωμή, μα διακριτική κι όσο έπρεπε ομιλητική, κρατούσε μια ισορροπία. Η Σιόρα Φιορούλα ζήτησε από τον γιο της να πάνε μετά στο γραφείο δίπλα, να διαβάσουν κάποια έγγραφα για τα περιουσιακά τους στοιχεία, για τα οικόπεδά τους στο Ληξούρι και κάποιες προσφορές γι’ αυτά. Η Αριάδνη ποτέ δεν επιθυμούσε να συμμετάσχει σ' αυτά, έτσι ανακουφίστηκε. Όταν έφυγαν από το τραπέζι ο άντρας της και η πεθερά της, έτρεξε στο κατώφλι και βρήκε τον έρωτά της.

     «Κοίταξέ με και άκου. Τα είπα όλα και δεν θύμωσε, όμως μου  ζήτησε να μείνω εδώ για το παιδί».

     «Το παιδί είναι δικό μου, Αριάδνη, όχι του άντρα σου, το ξέχασες;»

    Ο Επαμεινώνδας θυμωμένος όσο ποτέ, την κοιτούσε με τις φλέβες στο λαιμό του πεταγμένες από την ένταση.

     «Σταμάτα να φωνάζεις, Νώντα. Ξέρω ότι πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμα. Δεν μπορεί να πει αμέσως ότι χωρίζουμε, αν δεν μείνουμε λίγο μαζί, τώρα που γύρισε. Κατάλαβε τον κι αυτόν!»

     «Μάλιστα… Θα περιμένω όσο χρειαστεί Κοντέσσα, αλλά να ξέρεις, χωρίς τον γιο μου ή την κόρη μου, δεν φεύγω από ‘δω!».

   Η Αριάδνη γύρισε μέσα, μα ακόμα δεν είχαν βγει απ’ το γραφείο. Tο ψιθύρισμα μιας συζήτησης την έκανε να γίνει αδιάκριτη.   

     «Τι ακριβώς λες μητέρα, τι; Εσύ ξέρεις ότι δεν κάνω παιδιά! Εσύ το οργάνωσες, εσύ έφερες τον κηπουρό. Όταν έβαζες μαζί τη φωτιά με το λάδι, τι περίμενες; Η μαγείρισσά σου κι εσύ τα μαγειρέψατε παρέα. Τώρα τι καταφέρατε; Έγιναν όλα όπως τα ήθελες! Η οικογένεια δεν θα μείνει χωρίς διάδοχο! Ο Διονύσης Λουκέρης θα έχει είτε γιο, είτε κόρη, αυτό δεν ήθελες; Να μη με λένε στείρο! Το κατάφερες!»

     «Γιε μου, μη με κατηγορείς. Εσύ έκανες τη ζωή σου στάχτη, όταν πήγαινες με άντρες στα λιμάνια. Εσύ έχεις προτιμήσεις. Εσύ ήσουν ο παλαβός. Εγώ, κρατώ το μυστικό σου και την υπόληψή μας!»

     «Ναι μητέρα, κι εγώ μια ζωή δυστυχισμένος και η Αριάδνη και το παιδί της και ο κηπουρός, που έχει άγνοια!»

     «Άσ’ τον αυτόν. Θα του δώσουμε ένα οικόπεδο, παράδες και θα φύγει όπως ήρθε».

   Η  Αριάδνη πάνιασε, πάγωσε ολόκληρη. Θα έχανε τις αισθήσεις της, αν δεν την προλάβαινε ο κυρ Αποστόλης, που μπήκε εκείνη τη στιγμή.

     «Κοντεσσίνα μου, τι έπαθες;»

Η κοπέλα έπεσε στην αγκαλιά του και λιποθύμησε.

 

   Μέρες μετά, η Αριάδνη με εντολές του γιατρού, κατάφερε να σηκωθεί, ντύθηκε, χτενίστηκε και κατέβηκε στη σάλα. Δεν είπε λέξη, μόνο βγήκε στον κήπο, ψάχνοντας τον Επαμεινώνδα. Ήταν άφαντος. Τον βρήκε στο σπιτάκι των ξένων. Είχε πιει τόσο πολύ, άπλυτος, αξύριστος, που την είδε μπροστά του και τρόμαξε.

     «Τι κάνεις εδώ; Τι έχει γίνει; Κανείς δε μου λέει!»

     «Επαμεινώνδα, θα μείνεις εδώ. Όχι, μη ρωτήσεις γιατί. Αν μ’ αγαπάς και θες το παιδί σου. Αν όχι, μπορείς να φύγεις. Κάποτε θα με καταλάβεις γιατί το κάνω. Τότε, θα μπορέσω να σου εξηγήσω».

   Η Αριάδνη επέστρεψε στο αρχοντικό πριν προλάβει ν’ ακούσει την απάντηση του άντρα που αγαπούσε. Κάθισε στο τραπέζι με  την πεθερά της και τον άντρα της.

     «Θα μπορούσα να σας κλείσω στη φυλακή για όσα μου κάνετε. Μ’ εξαπατήσατε, μα προπάντων εσύ, παλιογυναίκα», είπε και κοίταξε την Σιόρα στα μάτια. «Δεν άντεξες τη διαφορετικότητα του γιου σου κι εξαγόρασες συναισθήματα και ζωές. Μα δεν φταίει ούτε αυτός εδώ… Ενοχικός για τις επιθυμίες του, σε μια εποχή που υποκρινόμαστε μεγάλοι και μικροί. Εσύ Σιόρα, που έμεινες μαγκούφα κι αγαπάς τον κυρ Αποστόλη, δεν τόλμησες όμως να αντισταθείς στην κοινωνία και να φτιάξεις τη ζωή σου μαζί του. Φόρτωσες το χρέος σου στον γιο σου. Μα κι εσύ καπετάνιε μου, καλό κουμάσι είσαι και του λόγου σου. Σ’ ευχαριστώ που με σεβάστηκες τουλάχιστον και δεν με άγγιξες. Σαν νόμιμη σύζυγό σου λοιπόν, θα γεννήσω το παιδί μου εδώ. Θα έχει το επίθετό σου κι όλη την περιουσία σας φυσικά. Ο όρος μου απαράβατος ˙ ο Επαμεινώνδας θα μείνει εδώ κι όχι ως εργάτης, αλλά ως επιστάτης και θ’ ανοίξει ανθοκομική έκθεση στο διπλανό στρέμμα. Αρκετά του καταστρέψατε τη ζωή. Συνεννοηθήκαμε;»

  

   Μέχρι τη γέννηση του μοναχογιού της, η Αριάδνη δεν θέλησε  κανέναν δίπλα της, μα κι ο καπετάνιος έλειπε, από τύψεις.

Η Σιόρα Φιορούλα λίγες μέρες μετά, έφυγε από τη ζωή σαν να περίμενε το εγγόνι της και μετά να δώσει ζωή, στη ζωή της νύφης και του εγγονού της. Οι αμαρτίες που την βάραιναν ήταν πολλές ώστε να τις αντέξει. Ο γιος της δεν κατάφερε να την αποχαιρετήσει ˙ έλειπε ταξίδι μακρινό. Η Αριάδνη φρόντισε και ήταν όλα άψογα στην κηδεία, για τους νησιώτες και τους γνωστούς που ήρθαν στην τελετή.

 

***

 

     «Τριάντα χρόνια! Τριάντα χρόνια δεν ζήτησα τίποτα! Μένω εδώ τριάντα χρόνια για να βλέπω τον γιο μου. Τον είδα να μεγαλώνει, να γίνεται άντρας. Τώρα λοιπόν, ήρθε η ώρα της αλήθειας… Θα δεχτείς τους δικούς μου όρους, Αριάδνη! Τα πάντα δέχτηκα, τα πάντα, αλλά αυτό δεν θα το δεχτώ! Σ’ άφησα παντρεμένη με τον καπετάνιο, σεβάστηκα όλες τις επιθυμίες. Τώρα έφτασε ογδόντα χρονών. Δεν με νοιάζει άλλο ο κόσμος! Το παιδί μου παντρεύεται! Ο γιος μου! Στον γάμο του θα είμαι δίπλα του, σ’ αρέσει, δε σ’ αρέσει, Κοντέσσα μου! Τα δικά μας τα όνειρα έσβησαν κι ας μην έφταιξες! Αυτό το όνειρο… αυτό, δεν θα σου το χαρίσω, Αριάδνη!»

   Ο Στέφανος μπήκε στο σπίτι με τις τσάντες από τα μαγαζιά. 

     «Ήρθες γιε μου; Να, εδώ συζητούσαμε με τον πατέρα σου… για τον γάμο σου».

   Ο Επαμεινώνδας κοιτούσε άναυδος. Είχε χάσει τα λόγια του.

     «Του το έχεις πει; Το ξέρει;»

     «Τα πάντα ξέρει για σένα, απ’ όταν γύρισε από τις σπουδές του. Νόμισες θα έκανα σ’ εσένα ότι μου έκαναν; Άντεξα για τον κόσμο, για όσα δεν είναι έτοιμος να δεχθεί —τον αληθινό έρωτα— για τον κόσμο που ζούμε, αγαπημένε μου. Πλάθει ανθρώπους καθώς πρέπει κι όχι καθώς επιθυμούν...». Γύρισε το βλέμμα της στο γιο τους. «Αλήθεια, τι τρώει η οικογένεια της Αναστασίας, ρώτησες; Πρέπει να τα έχουμε όλα έτοιμα!»

   Μια οικογένεια χωρισμένη για χρόνια, ενωμένη πια, χωρίς άλλα δάκρυα πόνου, απόγνωσης, απελπισίας. Μυστικά και λάθη να κοιμηθούν παντοτινά.

 

***

 

   Τα ποτήρια υψωμένα, γεμάτα κρασί.

     «Καλά στέφανα, παιδιά μου, καλά στέφανα! Να ζήσετε, γιε μου!»

   Ο Στέφανος αγκάλιασε τον πατέρα του, που άντεξε, κερί αναμμένο τόσα χρόνια.

   Ο καπετάν Διονύσης έκλεισε τα μάτια του ήρεμος… για τα λάθη του, τα λάθη της μητέρας του και τα λάθη όλου του κόσμου.

 


 

Ένα διήγημα από τη συλλογή διηγημάτων μου, "Περγαμόντο για δύο".

 Εκδόσεις ΚΟΥΡΟΣ,  τηλ. παραγγελιών 210-5240424

https://kourosbooks.gr/%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%b1%ce%bc%cf%8c%ce%bd%cf%84%ce%bf-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%b4%cf%8d%ce%bf/