#6 Απόσπασμα από "Τα Κοράλλια του Ιονίου"

 


« Φύγε παλιόσκυλο, πως μπήκες εδώ μέσα; »

   Η Ερμιόνη κρατούσε μια γλάστρα πήλινη εκσφενδονίζοντάς την στο σκυλάκο, μα για καλή του τύχη δεν τον πέτυχε, τον έκανε όμως να τρέξει προς τον Παναγιώτη.

   Η Εριέτα κρατούσε το θυμό της μήνες τώρα, μέχρι και σήμερα.

    « Ως εδώ παλιόγρια. Δεν σ’ ακουμπάω σιχαμένη, ακόμα κι αν τ' αξίζεις. Το παλιόσκυλο, όπως φωνάζεις και χτυπάς με μια γλάστρα, έχει παραπάνω αξία από εσένα. Είναι μέλος της οικογένειας και υπό την προστασία του πεθερού μου. Έχει όνομα, τον λένε Γκούφυ και σε μια ώρα θα έρθει ο κτηνίατρος να τον δει! Θα πρότεινα βέβαια να δει εσένα!! »

   Ο Ραζής κοιτώντας μια το σκύλο, μία την Ερμιόνη, ξέσπασε.

    « Δεν νομίζεις ότι πήρες πολύ θάρρος; Εδώ και μέρες σου έχω θέσει όρια, το θυμάσαι; Αν δεν έχεις που να μείνεις, να καθίσεις στον ξενώνα και να μην έρχεσαι σ’ επαφή με κανένα μας. Αρκετό κακό δεν έχεις κάνει σε τούτο το σπίτι; Σε κοιτώ κι αηδιάζω. Πρόσεξε καλά! Αν ξαναπλησιάσεις τούτο δω το ζωντανό, ή όποιον άλλο εδώ μέσα, θα σε σκοτώσω, μα το Θεό, κι ας πεθάνω στη φυλακή! Ως τότε, απόλαυσε τ’ αγαθά που σου προσφέρονται και φύγε από τα πόδια μας! Παρεμπιπτόντως, ο Γκούφυ βγαίνει εδώ για να κάνει τις ανάγκες του, αυτές που μόλις πάτησες! Κοίτα μην τα φέρεις μέσα στο σπίτι! …και καθάρισέ τα, γιατί ακόμα και σ’ αυτόν αρέσει η καθαριότητα ».

   Η Μυρτώ δεν μπορούσε να κρατήσει το γέλιο της ,κάνοντας παντομίμα το ύφος της Ερμιόνης.