«Τα χρόνια εκείνα»

 




«Τα χρόνια εκείνα»


Εκείνα τα χρόνια έτσι ήταν,

Δύσκολα και κουραστικά,

μα οι άνθρωποι άντεχαν

Σήκωναν τα μανίκια, προσπαθούσαν

να αδράξουν τη μέρα...έπειτα...

σε λιγοστά στάχυα

κοιμίζαν τα κορμιά τους.


Σπασμένα σα κούκλες

ψεύτικες πέρα δώθε,

να φυτέψουν, να οργώνουν

να γεννήσουν, ν΄ αντέξουν

τη φτώχεια το χλευασμό, ανήμποροι

να ονειρευτούν ένα καλύτερο μέλλον.


Μάτια πονεμένα, κουρασμένα

από το φως της λάμπας,

σα ξημέρωνε

τρεχαλητό στο πηγάδι

να σύρει ο άντρας το σίκλο

με το κρυστάλλινο νερό…

κοιτούσε βαθιά

κι έβλεπε το πρόσωπο του.


Μιλούσε ώρα στο πηγάδι,

η φωνή του έφτανε οσάν βουητό

στα έγκατα της γης.

Άκουγε το γάργαρο νερό

να βυθίζεται μέσα στο κουβά και

με χαρά το ανέβαζε ως απάνω.

Αυτές ήταν στιγμές, χαρές,

κι έπειτα ο καθένας στη δουλειά του.


Ζύμωμα, φούρνισμα, ζεστό κρασί,

μια μπάλα από χαρτί

κλωτσούσαν τα κούτσικα,

το γέλιο τους έφτανε μέχρι τον ουρανό,

στα αυτιά του Θεού.


Τα χρόνια εκείνα η φασαρία

δεν ήταν από τα αμάξια

ήταν από τα κάρα, από τα άλογα,

για μήπως και  ποδήλατα...


Μα οι αγκαλιές δεν στέρεψαν

η φτώχεια δεν τους άγγιζε,

είχαν αγάπη κι έφτανε.

Με χίλιους δυο κακούς καιρούς

και με ένα κούτσουρο φωτιά,

το κάστανο για συντροφιά

έδινε γλύκα στα όνειρα.


Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι...

 ©Λίτσα Αλιβιζάτου