#3 Απόσπασμα από "Τα Κοράλλια του Ιονίου"
«Και η τρύπα από τη ζώνη σου πριν δέκα χρόνια, ήταν απ’ αγάπη;». Ο πόνος έκανε τη φωνή της Έλενας να τρέμει.
Ο Καλλιγάς σηκώθηκε κοιτώντας το κορμί της θυγατέρας του. Το πρόσωπό του αν ήταν ηφαίστειο, θα είχε εκραγεί. Άρπαξε την πρώτη βαλίτσα και την πέταξε από ψηλά στο δρόμο. Με απίστευτη δύναμη, έκανε το ίδιο και με τη δεύτερη. Γύρισε το βλέμμα του στη Σοφία.
«Φύγε καταραμένο φίδι, άγγιξες την κόρη μου, χτυπούσες τη θυγατέρα μου από μικρή».
Η γυναίκα γύρισε την πλάτη να φύγει. Τα παιδιά του τον κοιτούσαν χωρίς να πανηγυρίζουν για όλα αυτά. Ο Καλλιγάς σήκωσε το βλέμμα του στον Αλέξη και την Έλενα.
«Μια συγγνώμη δεν κάνει τον πόνο σας πιο απαλό, ούτε τα λεφτά μου αγοράζουν τα βάσανά σας», είπε βουρκωμένος. «Όταν πέθανε η μάνα σας, η Σοφία μου έφερε ένα γράμμα που η μητέρα σας είχε γράψει στον εραστή της. Αυτό το γράμμα εμένα μου σκότωσε την ψυχή» .
Η Έλενα έτρεξε στο δωμάτιο της. Λίγα λεπτά μετά, πέταξε πάνω στον πατέρα της ένα κουτί γεμάτο με γράμματα, ξεσπώντας σε κλάματα «Τον εαυτό σου θα σκότωνες πατέρα, τον εαυτό σου!!! Αυτά τα γράμματα η μάνα μας τα έγραφε για σένα. Διάβασέ τα λοιπόν, διάβασέ τα ένα, ένα! Εσύ όμως προτίμησες τον εύκολο δρόμο, να κάνεις σχέση με την αδερφή της».
Ο Καλλιγάς έτρεμε ολόκληρος, με τον ιδρώτα του να στάζει πάνω στο χαρτί.