Ηλιάνα


 

«Ηλιάνα»

 

Ρωτάς τι θυμάμαι από τότε παλιά;

Ρωτάς αν αντέχει η μνήμη αρκετά;

για σκέψου τι είπες εκείνη τη νύχτα,

την πόρτα μου έδειξες με βλέμμα θολό "φύγε σου λέω,  τι θέλεις εδώ";

 

Πέρασαν τα χρόνια και πήγες μακριά

τα πλούτη σου ήρθαν, ξεχνάς τα παλιά,

ποτέ δεν με βρήκες ,

πως λες να περνάω με σε χωριστά;

 

Την κόρη μας βλέπω ,τα μάτια τα μπλε,

 μα εσύ δεν το ξέρεις μήτε ποτέ

 θα μάθεις πως έχεις αυτή για παιδί ,

θυμάσαι τι μου 'πες πριν καν να στο πω;

 

Φύγε, μου είπες, τι θέλεις εδώ;

ποτέ δεν ξεχνάω πως έφτασα εδώ .

πριν καν σου μιλήσω, το διώχνεις το "φως"

μεγάλωσε τώρα σπουδάζει μακριά

 στη χώρα που είσαι, είναι κοντά.

Μπροστά σου τη βλέπεις, σταγόνα νερό ,

μοιάζετε τόσο, απορείτε και οι δυο.

 

Με λένε Ηλιάνα και είμαι γιατρός.

Εσάς πως σας λένε, τι κάνετε εδώ ;

ήρθα από Ελλάδα πριν χρόνια πολλά,

άφησα εκεί μια αγάπη γιατί

δεν πίστεψα ότι θα υπήρχε ζωή,

σε μια άδεια χώρα με δίχως ψωμί.

 

Έχω μια μάνα και εγώ στο νησί

 τη λένε Σοφία, ειν’ μοναχή,

δεν έχω πατέρα, μα κάνει για δυο ,

δούλεψε τόσο για να ‘μαι εδώ .

 

Τα χέρια του τρέμουν ,βραχνή η φωνή, 

παιδί μου συγνώμη ...δεν ήμουν εκεί,

σπαράζει η καρδιά μου

κακό ας με βρει

δεν ήξερα τότε τι είχε συμβεί.

 

Πατέρα μου πάμε να δώσεις χαρά

σε κείνη τη μάνα, ακόμη κοιτά

στο δρόμο πως θα έρθει ο όμορφος νιος

και όσο προλάβεις ,αν θέλει ο Θεός

 χαρά να της δώσεις , αγάπη ξανά ,

η πίκρα να φύγει γοργά , βιαστικά.

 

Η Σοφία στον κήπο ποτίζει ξανά

 λουλούδια μαζεύει στο βάζο πολλά

θα έρθει η κόρη, η καρδιά  της κτυπά...

ανοίγει η πόρτα και βλέπει μπροστά

 τον άνδρα εκείνο που λάτρεψε νια.

 

Κορμιά σπαρταράνε , 

ήρθε ο πατέρας, τη μάνα κοιτά

 τα  δάκρυα κυλάνε φτωχή η μιλιά,

στα γόνατα πέφτει  σκυφτός γοερά

σήκω του λέει  η κόρη δυνατά

 το χέρι σου δωσ’ της και μια αγκαλιά.

Μείνε μαζί  μας μη φεύγεις ξανά ,

τώρα που ξέρεις, την πόρτα την είχα για σένα ανοιχτή,

εσύ που πριν χρόνια την είχες κλειστή!!

 

Η κόρη ενώνει ξανά δυο καρδιές

που σμίξαν για πάντα ,στο χέρι κρατά

σφιχτά μια εικόνα που βρήκε παλιά

 στης μάνας την τσέπη ,την πήρε κρυφά,

τον άντρα σαν είδε κατάλαβε πια

πως  είχε πατέρα που ζούσε μακριά,

όρκο επήρε πως όταν τον βρει

εκεί θα τον φέρει ξανά στην αυλή.

 

Και τώρα κοιτά το ρολόι ψηλά

 ήρθε η ώρα να φύγει ξανά ,

να πάει στη δουλειά,

τον κόσμο να σώσει

  γιατρός της καρδιάς.

 

©Λίτσα Αλιβιζάτου